κῶμα

κῶμα
κῶμα, ατος, τό, (perh. cogn. with κεῖμαι, κοιμάω)
A deep sleep,

αὐτῷ . . μαλακὸν περὶ κῶμα κάλυψα Il.14.359

;

ἦ με . . μαλακὸν περὶ κῶμ' ἐκάλυψεν Od.18.201

;

κακὸν δέ ἑ κῶμα καλύπτει Hes.Th.798

;

αἰθυσσομένων δὲ φύλλων κ. κατάρρει Sapph.4

;

ὕπνου κ. Theoc.Ep.3.6

: metaph., of the effect of music, Pi.P.1.12.—Not in Trag.
2 Medic., lethargic state, coma,

κῶμα συνεχές, οὐχ ὑπνῶδες Hp.Epid.3.6

, cf. Gal. 7.643, Sch.Nic.Al.458.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κῶμα — deep sleep neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμα — Παθολογική κατάσταση κατά την οποία επέρχεται απώλεια της συνείδησης, της εθελουσίας κινητικότητας και της αισθητικότητας, ενώ διατηρούνται οι λειτουργίες του νευροφυτικού συστήματος. Ο ασθενής δεν αντιδρά ακόμη και σε έντονη διέγερση. Το κ.… …   Dictionary of Greek

  • κώμα — το, ατος ληθαργική παθολογική κατάσταση, στέρηση κάθε αισθητικότητας και κινητικότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωμᾶ — κωμάζω revel fut ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμάσας — κωμά̱σᾱς , κωμάζω revel fut part act fem acc pl (doric) κωμά̱σᾱς , κωμάζω revel fut part act fem gen sg (doric) κωμάσᾱς , κωμάζω revel aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμας — κώμᾱς , κώμη unwalled village fem acc pl κώμᾱς , κώμη unwalled village fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμᾶς — κωμᾶ̱ς , κωμάζω revel fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμάσαι — κωμά̱σᾱͅ , κωμάζω revel fut part act fem dat sg (doric) κωμάζω revel aor inf act κωμάσαῑ , κωμάζω revel aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμάσαις — κωμά̱σαις , κωμάζω revel fut part act fem dat pl (doric) κωμάζω revel aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) κωμάζω revel aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμαι — κώμᾱͅ , κώμη unwalled village fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμαν — κώμᾱν , κώμη unwalled village fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”